- μπαλταλήκιο(ν)
- και μπαλταλίκι, τοδάσος που σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία ανήκε στο δημόσιο, αργότερα όμως, σύμφωνα με τις ελληνικές διατάξεις, παραχωρήθηκε στις κοινότητες για τη χρήση του από τους αγρότες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.